- θεοληπτική
- θεοληπτικόςbelonging to one possessedfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοληπτικός — θεοληπτικός, ή, όν (Α) [θεόληπτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θεόληπτο 2. το θηλ. ως ουσ. ή θεοληπτική η θεοληψία … Dictionary of Greek